- άγκιστρο
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 410 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών. Βρίσκεται κοντά στη μεθόριο με τη Βουλγαρία. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας, που περιλαμβάνει μόνο τον οικισμό Ά.
* * *το (Α ἄγκιστρον)1. αλιευτικό όργανο, το αγκίστρι*2. γάντζος, αρπάγη, τσιγκέλι3. αγκιστροειδής βελόνα τής μηχανής τών βιβλιοδετών, με την οποία ανασύρουν την κλωστή4. Μαθημ. τα σύμβολα {, }, που χρησιμοποιούνται κυρίως στη θεωρία τών συνόλων για να γράφουμε ανάμεσα τους τα στοιχεία ενός συνόλου, π.χ. Α={1, 2, 3}αρχ.1. ο γάντζος τού αδραχτιού2. χειρουργικό εργαλείο.[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ίδια ρίζα με τά ἄγκος, ἀγκάλη*.ΠΑΡ. αρχ. ἀγκιστρεύω, ἀγκίστριον, ἀγκιστροῦμαι, ἀγκιστρώδηςνεοελλ.αγκιστρώνω.ΣΥΝΘ. ἀγκιστροειδήςνεοελλ.αγκιστροποιός, αγκιστροφόρος].
Dictionary of Greek. 2013.